- κοιλάδι
- κοιλάςhollowfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κοιλάδι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 140 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΒΑ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρουσσών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 43 κάτ.) … Dictionary of Greek
Jammertal — ist eine biblische Beschreibung der Existenz des wandernden Gottesvolkes auf seinem Weg durch die Wüste als dem Tal der Tränen. Der in der griechischen Septuaginta κοιλαδι του κλαυθμωνος (Tal der Wehklage) und in der Vulgata als vallis lacrimarum … Deutsch Wikipedia
εξηχώ — ἐξηχῶ, έω (AM) [εξηχώ] αντηχώ («ἦχοι ἐξήχησαν ἐν τῆ κοιλάδι τῆς δίκης», ΠΔ) αρχ. βγάζω άναρθρες κραυγές, παραφωνώ … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek